πανσεξουαλισμός

πανσεξουαλισμός
ο
1. η απόδοση σεξουαλικού κινήτρου σε κάθε ενέργεια του ανθρώπου.
2. η δίχως επιλογή ανάμειξη και συμμετοχή σε κάθε είδους ερωτικές δραστηριότητες. Επίθ. πανσεξουαλιστικός, -ή, -ό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”