- πανσεξουαλισμός
- ο1. η απόδοση σεξουαλικού κινήτρου σε κάθε ενέργεια του ανθρώπου.2. η δίχως επιλογή ανάμειξη και συμμετοχή σε κάθε είδους ερωτικές δραστηριότητες. Επίθ. πανσεξουαλιστικός, -ή, -ό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.